παρωτίδας

παρωτίδας
παρωτίς
tumour of the parotid gland
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ANTIAE — apud Tertullian. de Pallio c. 4. ubi de Hercule, apud Omphalem serviente: Credo et iubas pectinem passas, ne cervicem enervem inureret stiria leonina: hiatus crinibus infarsos, genuinos inter antias adumbratos: non sunt, ut quidam volunt,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παρωτίδα — (Ανατ.). Είναι ο μεγαλύτερος από τους σιελογόνους αδένες και ονομάζεται έτσι εξαιτίας της γεντνίασής του με τον έξω ακουστικό πόρο. Βρίσκεται πίσω από τον ανιόντα κλάδο της κάτω γνάθου και έρχεται σε επαφή με μερικά γειτονικά όργανα, τα… …   Dictionary of Greek

  • παρωτίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονή της παρωτίδας. Η πιο γνωστή μορφή είναι η επιδημική π. (μαγουλάδες), λοιμώδης νόσος μεγάλης μεταδοτικότητας, που οφείλεται σε έναν ιό, ο οποίος προσβάλλει και τους γεννητικούς αδένες, τους δακρυϊκούς αδένες, το πάγκρεας και τις… …   Dictionary of Greek

  • σιαλογραφία — και σιελογραφία, η, Ν ακτινογραφική απεικόνιση ενός σιαλογόνου αδένα και ειδικότερα τής παρωτίδας ή τού υπογναθίου, ύστερα από έγχυση στον εκφορητικό του πόρο σκιαγραφικής ουσίας, αδιαπέραστης από τις ακτίνες Χ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ …   Dictionary of Greek

  • στενωνιανός — ο, Ν φρ. «στενωνιανός πόρος» ανατ. ο εκφορητικός ή σιαλοχόος πόρος τής παρωτίδας, τού κυριότερου σιαλογόνου αδένα …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • λιθιάσεις — Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούνται σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος εξαιτίας της παρουσίας λίθων. Οι λίθοι (πέτρες) είναι στερεά σώματα, τα οποία σχηματίζονται στους εκφορητικούς πόρους των αδένων ή σε κοίλα όργανα εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

  • Στένον, Νικόλαος — (Stenon, Stenonius και Stensen Niels). Δανός ανατόμος και γεωλόγος (1638 1686). Ασχολήθηκε με τη μελέτη των αδένων και των σχέσεών τους με το λυμφατικό σύστημα και ανακάλυψε τον εκφωνητικό πόρο της παρωτίδας (στενωνιανός πόρος) και τον μηχανισμό… …   Dictionary of Greek

  • μαγουλήθρα — μαγουλήθρα, η και μαγουλάδα, η φλεγμονή και διόγκωση της παρωτίδας, παρωτίτιδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”